δοθιῆνα

δοθιῆνα
δοθιήν
small abscess
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δοθιηνώδης — ες αυτός που μοιάζει με δοθιήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”